- ἐπισφραγιστάς
- ἐπισφρᾱγιστά̱ς , ἐπισφραγιστήςone who sealsmasc acc plἐπισφρᾱγιστά̱ς , ἐπισφραγιστήςone who sealsmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισφραγιστής — ἐπισφραγιστής, ὁ (Α) [επισφραγίζω] αυτός που βάζει τη σφραγίδα («καὶ χρησμοφύλακας καὶ ὑπογραφέας καὶ ἐπισφραγιστάς», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek